εύχειρ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
εὔχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει εξασκημένο χέρι, επιτήδειος, ικανός
2. δεξιοτέχνης.
επίρρ...
εὐχείρως (Μ)
με ευχέρεια, με δεξιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρ].