εἰσέδραμον

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

French (Bailly abrégé)

v. εἰστρέχω.

Greek Monotonic

εἰσέδρᾰμον: αόρ. βʹ του εἰστρέχω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέδραμον: aor. 2 к εἰστρέχω.