ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
v. εἰστρέχω.
εἰσέδρᾰμον: αόρ. βʹ του εἰστρέχω.
εἰσέδραμον: aor. 2 к εἰστρέχω.