εἰσώστη

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσώστη Medium diacritics: εἰσώστη Low diacritics: εισώστη Capitals: ΕΙΣΩΣΤΗ
Transliteration A: eisṓstē Transliteration B: eisōstē Transliteration C: eisosti Beta Code: ei)sw/sth

English (LSJ)

ἡ, tomb, in plural, CIG2824 (Aphrodisias), JHS20.76 (Caria). (Prob. from ὠθέω, cf. ὑπώστη.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Grafía: frec. graf. ἰσ-
nicho excavado en diversos puntos del conjunto funerario, sólo en inscrs. de Afrodisias ἡ σορὸς καὶ ἡ ὑποκειμένη αὐτῇ εἰ. REG 19.1906.256 (Afrodisias, imper.), cf. MAMA 8.568.11, 581.1, τὴν ὑπὸ τὴ σορῷ ἐν τῷ εἰδοφόρῳ εἰσώστην MAMA 8.560.8, ἡ ἰ. ἐστὶν ... ἡ ἐν τῷ βαθρικῷ REG 19.1906.265, τοῦ πλάτα ... σὺν ταῖς ἰσώσταις REG 19.1906.271, ἐν ταῖς ... εἰσώσταις ... ἐν μὲν τῇ κατωτέρᾳ δισωμάτῳ ... ἐν δὲ τῇ ἀνωτέρᾳ τῇ μοναξῇ CIG 2842.2 (todas Afrodisias III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσώστη: ἡ, (ὀστέον) ὀστοθήκη, ὀστοδοχεῖον, Λατ. ossuarium, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824. 13-2850· ἴδε Βοίκχ. σ. 535 καὶ πρβλ. ὑπώστη. - Πρβλ. καὶ Συναγ. Λεξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εἰσώστη, ἡ (Α)
τύμβος.