εἴδομεν

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;
(épq.) sbj. prés. de *εἴδω.

Greek Monotonic

εἴδομεν: Επικ. αντί εἴδωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.

Russian (Dvoretsky)

εἴδομεν: (= εἴδωμεν) эп. 1 л. pl. conjct. к *εἴδω.