εὐθύγλωσσος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
Att. εὐθύγλωττος, εὐθύγλωσσον, straightforward, plain-spoken, of frank speech, Pi.P.2.86, Dam.Isid.23, Procop.Arc. 29.
German (Pape)
[Seite 1070] geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύγλωσσος: говорящий напрямик, прямой, искренний (ἀνήρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ παρρησίᾳ λέγων, εὐθυρρήμων, Πινδ. Π. 2. 157, Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
English (Slater)
εὐθῠγλωσσος of straightforward speech εὐθύγλωσσος ἀνὴρ (P. 2.86)
Greek Monolingual
εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα.