εὐρύζυγος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
εὐρύζυγον, broad-throned, wide-ruling (cf. ὑψίζυγος), Ζεύς Pi.Fr.14.
German (Pape)
[Seite 1094] Ζεύς, wie ὑψίζυγος, Pind. bei Eustath.
English (Slater)
εὐρύζυγος sitting on a broad steering bench met., wide governing cf. Fraenkel on Ag. 182. Eustath., Proem. Pind. § 16, καὶ Δία εὐρύζυγον (sc. καλεῖ Πίνδαρος) ἄλλως παρὰ τὸ ὑψίζυγον fr. 14.
Greek Monolingual
εὐρύζυγος, -ον (Α)
(επίθ. του Διός) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ζυγός.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύζῠγος: высоко восседающий, т. е. могущественный (Ζεύς Pind.).