εὐτηξία
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ἡ, fusibility, Arist. Mir. 834a7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτηξία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τῆξιν εὐκολία, τὸ εὐκόλως τήκεσθαι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 50.
Russian (Dvoretsky)
εὐτηξία: ἡ хорошая расплавляемость, плавкость (sc. τοῦ κασσιτέρου Arst.).
German (Pape)
ἡ, die leichte Schmelzbarkei, des Zinns, Arist. mirab. 51.