εὔβρωτος

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβρωτος Medium diacritics: εὔβρωτος Low diacritics: εύβρωτος Capitals: ΕΥΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: eúbrōtos Transliteration B: eubrōtos Transliteration C: eyvrotos Beta Code: eu)/brwtos

English (LSJ)

εὔβρωτον, good to eat, Str.17.1.51; πρὸς ξηροφαγίαν Ath.3.113b.

German (Pape)

[Seite 1058] gut zu essen, ἄρτος, Ath. III, 113 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβρωτος: -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β.

Greek Monolingual

εὔβρωτος, -ον (Α)
ο καλός για φάγωμαεὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)].