εὔκλαδος

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκλᾰδος Medium diacritics: εὔκλαδος Low diacritics: εύκλαδος Capitals: ΕΥΚΛΑΔΟΣ
Transliteration A: eúklados Transliteration B: euklados Transliteration C: eyklados Beta Code: eu)/klados

English (LSJ)

εὔκλαδον, with fine boughs, Quint. Ps.47 (48).3; Glossaria on εὔκνημος, Sch.Nic.Th.648; on εὔπτορθον, Suid.

German (Pape)

[Seite 1074] Erkl. von εὔπτορθος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλᾰδος: -ον, ἔχων καλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 648, Σουΐδ. ἐν λ. εὔπτορθος.

Greek Monolingual

εὔκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος.