ζεφυρικός
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ζεφυρική, ζεφυρικόν, = ζεφύριος (of the West, of the west wind, westerly, at the period of westwinds), Arist.Mete. 364a20, Thphr. HP 8.7.7.
German (Pape)
[Seite 1138] dasselbe, πνεύματα, Theophr.; τὰ ζεφυρικά, dasselbe, Arist. meteor. 2, 6.
Russian (Dvoretsky)
ζεφῠρικός: западный (πνεύματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ζεφῠρικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 13, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 7, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζεφυρικός, -ή, -όν) ζέφυρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζέφυρο.