ζηλοφθονία

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

η ζηλόφθονος
ο φθόνος για τα αγαθά ή την προκοπή του άλλου.