ζυγολόγιο

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

το
εμπορικό βιβλίο ή απλή κατάσταση στην οποία σημειώνονται τα βάρη τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -λόγιο (< -λόγος < λέ-γω), πρβλ. δειγματολόγιο, ημερολόγιο].