ζυθοπότης

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος
1. αυτός που πίνει ζύθο
2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινοπότης, χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].