ζωά

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

English (Slater)

ζωά living, life [εὖ ζωᾶς (codd.: εὐζοίας Schr.) (P. 4.131) ] ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν (N. 8.36) θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς (N. 9.29) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12)

Russian (Dvoretsky)

ζωά: ἡ дор. Pind. = ζωή.