πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
ζωάρχιος, -ον (Α)αυτός που είναι η αρχή της ζωής, η πρώτη αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αρχιος (< -αρχος < άρχω), πρβλ. μετάρχιος, πολυάρχιος].