ζωοτεχνία
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
Greek Monolingual
η
ζωολ. εφαρμοσμένη επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη τών συνθηκών και τών μεθόδων εκτροφής και αναπαραγωγής τών παραγωγικών ζώων κατά τρόπο επωφελή για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechny < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + techny (πρβλ. -τεχνία < -τεχνης < τέχνη)].