ζώμα
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
το (Α ζῶμα)
ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
αρχ.
1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές
2. ένδυμα
3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης
4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το ζώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζώμα, όπως και ο μτγν. ζώσμα, είναι παράγωγα σε -μα του ρ. ζώννυμι και αντιστοιχεί στο λιθ. juosmuō «ζώνη»].