ζώμα

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

το (Α ζῶμα)
ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
αρχ.
1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές
2. ένδυμα
3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης
4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το ζώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζώμα, όπως και ο μτγν. ζώσμα, είναι παράγωγα σε -μα του ρ. ζώννυμι και αντιστοιχεί στο λιθ. juosmuō «ζώνη»].