ηδονοθήρας

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικοθήρας, ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].