ηθμώδης

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

ἠθμώδης, -ες (Α)
ο ηθμοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματώδης, ογκώδης)].