ηλικιώτης

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. -ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) ηλικία
αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος
(μσν.- αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις
σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
φρ. α. «ἡλικιῶτις ἱστορία» — η σύγχρονη ιστορία
β. «τὰς ἡλικιώτιδας πράξεις» — τις πράξεις που έγιναν κατά την ίδια ηλικία.