ηλιοφανής
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο
2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής
αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογοφανής, οφθαλμοφανής].