ημίφαυστος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

ἡμίφαυστος, -ον (Α)
αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαυστος (< φαυσ-τός, με -σ- υστερογενές < θ. φαF- του ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)].