ημιπερίοδος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
η
1. το ήμισυ περιόδου
2. γραμμ. τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία
3. εξεταστική περίοδος σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, κατά την οποία ο φοιτητής έχει δικαίωμα να προσέλθει σε εξέταση σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων.