ημιτμής

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

ἡμιτμής -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
ημιτμήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμης (< θ. τμη- του τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε-τμή-θην), πρβλ. ιθυτμής, φλεβοτμής].