ηνιοποιός

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

ἡνιοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής χαλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο-ποιός, υποδηματοποιός].