ηρακλεωτικός
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
ἡρακλεωτικός, -ή, -όν (Α) ηρακλεώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ηράκλεια («Ἡρακλεωτική καρύα», Θεόφρ.)
2. φρ. «Ἡρακλεωτικός σκύφος» — το ποτήρι του Ηρακλή.