ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
ἡρακλεωτικός, -ή, -όν (Α) ηρακλεώτης1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ηράκλεια («Ἡρακλεωτική καρύα», Θεόφρ.)2. φρ. «Ἡρακλεωτικός σκύφος» — το ποτήρι του Ηρακλή.