ηρακλεωτικός

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source

Greek Monolingual

ἡρακλεωτικός, -ή, -όν (Α) ηρακλεώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ηράκλεια («Ἡρακλεωτική καρύα», Θεόφρ.)
2. φρ. «Ἡρακλεωτικός σκύφος» — το ποτήρι του Ηρακλή.