ηρεμίζω
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(Α ἠρεμίζω) ηρέμα·1. φέρω κάτι σε ηρεμία, καθησυχάζω κάτι
2. ηρεμώ, είμαι ήρεμος, ησυχάζω
αρχ.
παθ. ἠρεμίζομαι
είμαι ήσυχος («καθίσταται καί ἠρεμίζεται», Αριστοτ.).