Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. το ἡσυχαῖον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῖον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].