θάψιμο

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

το
θάβω
1. ταφή, ενταφιασμός
2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση.