Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θέωση
Greek Monolingual
η (ΑΜ θέωσις) θεώ το να καταστεί κάποιος ή κάτι θεϊκό, να μετάσχει στην ουσία του θεού («τὴν θέωσιν τῆς σαρκὸς γενέσθαι δοξάζομεν» — πιστεύουμε ότι η σάρκα η ανθρώπινη μετέσχε της θεϊκής ουσίας, ενώ ο θεόςείναιπνεύμα, Δαμασκ.).