θέωση

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέωσις) θεώ
το να καταστεί κάποιος ή κάτι θεϊκό, να μετάσχει στην ουσία του θεού («τὴν θέωσιν τῆς σαρκὸς γενέσθαι δοξάζομεν» — πιστεύουμε ότι η σάρκα η ανθρώπινη μετέσχε της θεϊκής ουσίας, ενώ ο θεός είναι πνεύμα, Δαμασκ.).