ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
θῖβις και θίβις, -εως ἡ (Α)
καλάθι πλεγμένο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. tēbhāh, το οποίο προήλθε με τη σειρά του από αιγυπτ. db',t «κιβώτιο»].