θαλασσόδαρτος
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υποστεί πολλά ατυχήματα στη ζωή του, που έχει αντιμετωπίσει πολλές αντίξοες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοδέρνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιάκ. Πολυλά].