θαλασσόδαρτος

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υποστεί πολλά ατυχήματα στη ζωή του, που έχει αντιμετωπίσει πολλές αντίξοες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοδέρνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιάκ. Πολυλά].