θαλασσοδέρνω
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
1. αγωνίζομαι στη θάλασσα, πλήττομαι από τα θαλάσσια κύματα («το πλοίο θαλασσοδέρνει», «η βάρκα θαλασσοδέρνεται»)
2. αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις στη ζωή μου, υφίσταμαι δεινά
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ. και ως ουσ.) θαλασσοδαρμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
β) αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά στη ζωή του, ο θαλασσόδαρτος.