θαλασσοδέρνω

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

1. αγωνίζομαι στη θάλασσα, πλήττομαι από τα θαλάσσια κύματα («το πλοίο θαλασσοδέρνει», «η βάρκα θαλασσοδέρνεται»)
2. αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις στη ζωή μου, υφίσταμαι δεινά
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ. και ως ουσ.) θαλασσοδαρμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
β) αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά στη ζωή του, ο θαλασσόδαρτος.