θαλλινώδης
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
θαλλινώδης, -ῶδες (Α)
(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευώδης, τρομώδης].