θεατρόφιλος

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά το θέατρο και συχνάζει σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίοα Ακρόπολις].