θερμολουτρώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

θερμολουτρῶ, -έω (Α)
θερμολουτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λουτρώ < λουτρόν (πρβλ. ξηρολουτρώ, φιλολουτρώ)].