θεσιθήρας

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

ο
άτομο που επιδιώκει να διοριστεί, ιδίως στο δημόσιο, με κάθε μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσις + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].