θηλυπρέπεια

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η θηλυπρεπής
1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα
2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα
3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού.