θολωτός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολωτός Medium diacritics: θολωτός Low diacritics: θολωτός Capitals: ΘΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: tholōtós Transliteration B: tholōtos Transliteration C: tholotos Beta Code: qolwto/s

English (LSJ)

θολωτή, θολωτόν, built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θολωτός, -ή, -όν) θόλος
1. αυτός που έχει θόλο
2. θολοειδής, αψιδωτός.