θράνος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
θρᾱνος, ὁ (Α)
1. κάθισμα, εδώλιο
2. κάθισμα αποπάτου
3. ξύλινο δοκάρι
4. φρ. «ὁ θράνος τοῦ νεώ» — η τοιχοποιία της κορυφής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhreә2- «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα -νο-, -νυ- (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον αόρ. θρή-σασθαι με σημ. «κάθομαι», αν και η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην ίδια ρίζα με το θρόνος.
ΠΑΡ. θρανίο(ν)
αρχ.
θρανεύομαι, θρανίας, θρανίς, θρανίτης, θρανύσσω.