θρασυμάχειος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
v. θρασύμαχος.
Greek Monolingual
θρασυμάχειος, -α, -ον (Α) Θρασύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο.