θριδακίσκα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ἁ, Lacon. for θριδακίνη, Alcm.20.
Greek Monolingual
θριδακίσκα, ἡ (Α) θρίδαξ
(λακων. τ.) θριδακίνη.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Full diacritics: θρῐδᾰκίσκα | Medium diacritics: θριδακίσκα | Low diacritics: θριδακίσκα | Capitals: ΘΡΙΔΑΚΙΣΚΑ |
Transliteration A: thridakíska | Transliteration B: thridakiska | Transliteration C: thridakiska | Beta Code: qridaki/ska |
ἁ, Lacon. for θριδακίνη, Alcm.20.
θριδακίσκα, ἡ (Α) θρίδαξ
(λακων. τ.) θριδακίνη.