στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ακος (ἡ) :laitue sauvage, plante.Étymologie: DELG pê t. indigène emprunté.
θρῖδαξ: и θρίδαξ, ᾰκος ἡ латук, салат Her., Plut., Luc., Anth.