Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
θῡμιῆται: Ιων. αντί -ᾶται, γʹ ενικ. Παθ. ενεστ. του θυμιάω.