θυμοβάρβαρος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

θυμοβάρβαρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρη ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + βάρβαρος.