θυμοσοφία

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η θυμόσοφος
η ιδιότητα και το γνώρισμα του θυμόσοφου, το να θυμοσοφεί κάποιος, το να έχει μια πρακτική φιλοσοφία, η στωικότητα.