ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
θυμόκλωστος, -ον (Μ)κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, λινόκλωστος].